Πρόσωπα



Πρωτοπρεσβύτερος  Κωνσταντίνος Σουρβίνος


    
    Ο μακαριστός  πρωτοπρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Σουρβίνος  γεννήθηκε το έτος 1936 στο χωριό Κυνοπιάστες της Κέρκυρας. Οι γονείς του, Θεοφάνης και Μαρία, άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι, τον μεγάλωσαν με ΄΄φόβο΄΄ Θεού και του έμαθαν την αγάπη προς τον Χριστό, την Εκκλησία αλλά και προς τον πλησίον.    
      Αφού τελείωσε τις σπουδές του υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία, μεγάλο μέρος της οποίας ήταν στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, όπου με την ευλογία τότε του εκεί Μητροπολίτου ξεκίνησε την πνευματική του δραστηριότητα, κάνοντας κηρύγματα, όντας ακόμη λαϊκός.
      Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα παντρεύτηκε με την Αγαθή Σουρβίνου και απέκτησαν τρία παιδιά.
     Το  1961  χειροτονήθηκε διάκονος, από το μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κυρό Μεθόδιο, και τοποθετήθηκε στο Ιερό προσκύνημα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος. Το 1968 χειροτονήθηκε στο δεύτερο βαθμό Ιεροσύνης, τον του πρεσβυτέρου, από το μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών κυρό Πολύκαρπο, αναλαμβάνοντας εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίων Βασιλείου & Στεφάνου πόλεως, διαδεχόμενος επαξίως μια μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα, το μακαριστό π. Γεώργιο Σπίνουλα.  Την Πρωτοχρονιά του 1991 έλαβε το οφίκιο του πρωτοπρεσβύτερου από το μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας, Παξών  και  Διαποντίων  Νήσων κυρό Τιμόθεο.   Ο νυν Μητροπολίτης μας κκ. Νεκτάριος, για τα σαράντα και πλέον έτη ιερατικής προσφοράς του στην τοπική μας Εκκλησία , του απένειμε το 2005 τον ΄΄Χρυσόν Σταυρόν΄΄ του Αγίου Σπυρίδωνος. Το 2010, λόγω κλονισμού της υγείας του, μετά από 48 χρόνια από την εις διάκονον χειροτονία του και 42 χρόνια εφημεριακής προσφοράς, συνταξιοδοτήθηκε χωρίς όμως  να  σταματήσει την πολύπλευρη πνευματική δραστηριότητά του.
      Το πρωί της 24ης Μαΐου 2011 εγκατέλειψε τα εγκόσμια, αναχωρώντας  για τη θριαμβεύουσα του Χριστού Εκκλησία, έχοντας αφήσει μια τεράστια πνευματική παρακαταθήκη.
      Η ζωή και η δράση του π. Κώστα ήταν γεμάτη από προσφορά στον Θεό και την Εκκλησία του. Αξιοποίησε στο έπακρον όλα τα τάλαντα που του χάρισε ο Θεός τα οποία δεν ήταν και λίγα. Πέραν από τα πνευματικά χαρίσματα της σοφίας, απλότητας, ταπεινοφροσύνης, πραότητος, συνέσεως  και άλλων πολλών, του χάρισε και μια υπέροχη, γλυκύτατη φωνή για να Τον υμνεί, όπως ο ίδιος ο π. Κώστας ήθελε,΄΄ εκ βάθους ψυχής΄΄.
    Στη Λειτουργική και Λατρευτική ζωή του ήταν ακέραιος, τακτικός και προσηλωμένος  στο τυπικό της Εκκλησίας τηρώντας κατά γράμμα τόσο τους τύπους όσο  και την ουσία της παράδοσής μας. Όταν λειτουργούσε η ψυχή του και όλο του το είναι γέμιζε με δέος και ΄΄φόβο Θεού΄΄, που γινόταν εύκολα αντιληπτό και από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στην λατρεία.
     Το πνευματικό έργο του π.Κώστα ήταν και είναι μεγάλο. Αυτό το καταμαρτυρεί το πλήθος των πνευματικών του τέκνων, που μέχρι και τις τελευταίες στιγμές της ζωής του συνεχίζαμε να ζητάμε τις πνευματικές νουθεσίες  και ευχές του. Θυμάμαι τον κόσμο που καθημερινά έρχονταν για εξομολόγηση στον Άγιο Βασίλειο αλλά και τις ΄΄στρατιές΄΄ των ανθρώπων που περίμεναν κατά την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τη Μεγάλη Εβδομάδα  και όχι μόνο, έξω από το Ναό για να εξομολογηθούν και αυτός παρά το φόρτο και την κούραση των ημερών άκουγε τον πόνο του καθενός υπομονετικά, αγόγγυστα, έχοντας για όλους έναν λόγο παρηγορητικό και συγχωρητικό να πει. Θυμάμαι τους ανθρώπους, νέους και μεγαλύτερους, που έρχονταν στη χώρα (πόλη) από κάθε γωνιά της Κερκυραϊκής υπαίθρου για να πάνε στον Άη Βασίλη να ΄΄ξομολογηθούν σ’ αυτόν τον καλό παπά΄΄, όπως μεταξύ τους έλεγαν. Ιδιαιτέρως αγαπούσε  τους νέους που ως ΄΄μέλισσες΄΄ περιτριγυρίζαμε την πνευματική ΄΄κυψέλη΄΄ του. Ως παιδιά είχαμε ενεργό ρόλο στον Ναό. Η παιδική ψαλτική συντροφιά που είχαμε δημιουργήσει και οι Aκολουθίες που κάναμε έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη και στην ψυχή μου. Μεγάλη ήταν η αγάπη αλλά και η αγωνία του και για τα νέα ζευγάρια για τα οποία έδειχνε ανεξάντλητο ενδιαφέρον και τα στήριζε με όλες του τις δυνάμεις. Πολλά του οφείλουμε όλοι εμείς, τα πνευματικοπαίδια του, για τις οικογένειες που μας αξίωσε ο Θεός να δημιουργήσουμε, πάνω στις ευχές και τις νουθεσίες του στηρίζονται τα ΄΄θεμέλια των οίκων΄΄ μας.  
     Σημαντική ήταν η προσφορά του και στην κατήχηση των νέων παιδιών. Τα κατηχητικά σχολεία που επί χρόνια λειτουργούσαν στον Άη Βασίλη, με αποκλειστικά δική του φροντίδα, ήταν εκκολαπτήριο χριστιανικών ψυχών, καταξιωμένων αργότερα μελών της κερκυραϊκής κοινωνίας. Πολλοί σήμερα θυμόμαστε, με γλυκιά νοσταλγία, τα όμορφα εκείνα κυριακάτικα πρωινά του κατηχητικού, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας! 
   Η φιλανθρωπική δραστηριότητά του ήταν αξιοθαύμαστη. Όλα τα προγραφόμενα είναι βεβαίως φιλανθρωπικό έργο αφού γίνονται από αγάπη για τον άνθρωπο. Μία πτυχή όμως της φιλανθρωπίας είναι και η ελεημοσύνη. Και εδώ ο γλυκύτατος π. Κώστας δεν θα μπορούσε να υστερήσει. Με τις λίγες και πενιχρές οικονομικές δυνάμεις του συνέδραμε όποιον του χτυπούσε την πόρτα ή όποιον ο ίδιος γνώριζε ότι είχε ανάγκη. Και βέβαια  τα  πάντα  γίνονταν σύμφωνα  με  την  Ευαγγελική επιταγή, ΄΄αθόρυβα΄΄.   
   Μεγάλη ήταν και η προσφορά του στη διάσωση, καταγραφή και διάδοση της παραδοσιακής μας Κερκυραϊκής ψαλτικής, η οποία λόγω της πολεμικής που κατά καιρούς δέχεται από διάφορους κακοπροαίρετους, κινδυνεύει να ξεχαστεί. Από όταν υπηρετούσε ως διάκονος στον Άγιο, αλλά και αργότερα κατά τα πρώτα χρόνια της ιεροσύνης του, που συχνά συνόδευε τον μακαριστό Πολύκαρπο στις επισκέψεις του στην Κερκυραϊκή ύπαιθρο,  έγινε κοινωνός  της ντόπιας ψαλτικής που ακόμα ευτυχώς ψαλλόταν  την εποχή εκείνη στους ναούς των χωριών. Η αγάπη του γι’ αυτήν τον ώθησε να μάθει να ψέλνει Κερκυραϊκά και να γίνει άριστος γνώστης της Κερκυραϊκής μας Ψαλτικής. Λόγω μάλιστα και  της καλλιφωνίας του, του είχε ανατεθεί να ψέλνει στις Παρακλήσεις και στις Λιτανείες του Αγ. Σπυρίδωνος. Φρόντισε παράλληλα  να μεταδώσει τις γνώσεις του γύρω από αυτήν  στις  επόμενες γενιές και για τον λόγο αυτό κατέγραψε το υλικό, που τόσα  χρόνια συγκέντρωσε,  κατ’ αρχήν  ηχητικά  σε   κασέτες  μαγνητοφώνου  και  εν συνεχεία μέρος αυτού  με νότες πενταγράμμου σε συνεργασία με τον αείμνηστο επίκουρο καθηγητή Εθνομουσικολογίας Μάριο Μαυροειδή.
     Χρησιμοποιούσε  κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή του για να μεταδώσει το ΄΄Λόγο του Θεού΄΄. Συχνά έκανε εκπομπές είτε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, είτε στα τοπικά τηλεοπτικά κανάλια και με τον απλό μα συνάμα μεστό λόγο του έδινε τη δική του μαρτυρία πίστεως. Παράλληλα αρθρογραφούσε ανελλιπώς στο περιοδικό ΄΄Απολύτρωσις΄΄, της ομώνυμης Χριστιανικής Αδελφότητος Κέρκυρας. Μάλιστα, μετά την κοίμησή του, βρέθηκε στο σπίτι του από οικείο του πρόσωπο, χειρόγραφο  με  μόνο  την  επικεφαλίδα   από  το  επόμενο άρθρο του που δεν πρόλαβε να αρχίσει !!. Ο τίτλος του έχει ως εξής: ΄΄Γιατί  ζούμε; Ποιός ο σκοπός της ζωής μας;΄΄ Μπορεί να μην πρόλαβε να μας το πει με το άρθρο του, σίγουρα όμως μας το δίδαξε με την απλή, ταπεινή, ενάρετη και κατά Θεόν ζωή του…!!
     Αυτός ήταν, με λίγα λόγια, ο π. Κώστας Σουρβίνος, ένας Απλός και Ταπεινός παπάς που με την παρουσία του και την προσφορά του κόσμησε την Εκκλησία της Κέρκυρας. Ο ίδιος πια, με τον απλό, ταπεινό και πνευματικό επί γης βίο του κατέκτησε επάξια τον Παράδεισο και στις συνειδήσεις όσων τον γνωρίσαμε έχει καταστεί Άγιος. Ο Θεός ας τον αναπαύει μετά Αγίων και Δικαίων.
      Αιωνία του η μνήμη.  Ας έχουμε την ευχή του…
Π. Χ.


Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Σκιαδόπουλος (1929 – 2004)

πηγή: Περιοδικό Απολύτρωση της ομώνυμης Αδελφότητος Κέρκυρας (τεύχος 448 – 449).


Ο μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Δημ. Σκιαδόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Βαρυπατάδες της Κέρκυρας το έτος 1929 από αγρότες γονείς, τον Δημήτριο και την Ιωάννα.
Τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του στο 2ο Γυμνάσιο αρρένων της Κέρκυρας και έχοντας  διακαή πόθο να υπηρετήσει ως κληρικός την Εκκλησία, ενεγράφη, κατόπιν εξετάσεων, στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο της Ριζαρείου Σχολής Αθηνών, όπου για μια διετία παρακολούθησε Θεολογικά μαθήματα, που δίδασκαν καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το έτος 1959 χειροτονείται Διάκονος και στη συνέχεια Πρεσβύτερος από τον μακαριστό Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Μεθόδιο Κοντοστάνο. Τον ίδιο χρόνο τοποθετήθηκε εφημέριος στον ιστορικό Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου πόλεως Κερκύρας, όπου ασχολήθηκε συστηματικά με το Κήρυγμα και την Εξομολόγηση.
Παράλληλα με τα ιερατικά του καθήκοντα, το έτος 1964, διορίστηκε εφημέριος των φυλακών της Κέρκυρας. Διετέλεσε για πολλά χρόνια γενικός Γραμματέας και Αντιπρόεδρος του Ωδείου Κερκύρας.
Το έτος 1965 ανέλαβε πρόεδρος της Ορθοδόξου Χριστιανικής Αδελφότητας «Η ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ», του παλαιότερου Χριστιανικού και φιλανθρωπικού σωματείου της Κέρκυρας, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Από το έτος 1976 εξέδιδε το περιοδικό «Απολύτρωσις» για πνευματική οικοδομή των πιστών.
Είκοσι χρόνια ασχολήθηκε με ιστορικές έρευνες στο Ιστορικό Αρχείο Κέρκυρας και συγκεκριμένα με την ιστορία των Ναών της Κέρκυρας, που δημοσίευε κάθε μήνα στο περιοδικό «Απολύτρωσις».
Κατά την διετία 1964 - 66 δημοσίευσε στην τοπική εφημερίδα «Τηλέγραφος» Ευαγγελικά και Αποστολικά κηρύγματα, με τίτλους «Κυριακάτικες φωτοβολίδες» και «Κυριακάτικες δροσοσταλίδες». Επίσης στην εφημερίδα «Εφημερίς των Ειδήσεων», στα 1959, δημοσιεύτηκε μελέτη του με τίτλο «Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός».
Τελευταία ασχολήθηκε και με την Χριστιανική ποίηση. Τα ποιήματά του έχουν εποικοδομητικό και απολογητικό χαρακτήρα.
Το έτος 1967, ο τότε Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Μεθόδιος, εκτιμήσας το πολύπλευρο έργο του, του απένειμε το οφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου της Εκκλησίας της Κέρκυρας. Για τον ίδιο λόγο, τον Οκτώβριο του 1968 σε μια επίσκεψή του στη Βασιλεύουσα, ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄ του απένειμε το οφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου.
Ήταν ιδρυτικό μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας και μέλος του Ειδικού Συμβουλίου της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Κερκύρας.
Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή 33 δεκατετράστιχων Θρησκευτικού περιεχομένου, με τίτλο «Άσμα Καινόν» (Κέρκυρα 1988), ενώ ετοιμάζονται προς έκδοση και άλλες μελέτες και ποιήματά του.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ.κ. Νεκτάριος την Κυριακή της Ορθοδοξίας 2003, στην επισήμη αίθουσα εκδηλώσεων του Ιδρύματος Χρονίως Πασχόντων «Η Πλατυτέρα», σε ειδική τιμητική εκδήλωση τον τίμησε, μαζί με άλλους κληρικούς,  για την πεντηκονταετή Ιερατική  προσφορά και Διακονία του με την ανώτερη τιμητική διάκριση της τοπικής Εκκλησίας.
Ο μακαριστός παπα-Γιάννης, από την ημέρα της εις Πρεσβύτερον χειροτονίας του μέχρι και το θάνατό του, έψαλλε, με τη βροντερή μα συνάμα γλυκιά φωνή του, την Κερκυραϊκή ψαλτική κατά τις Παρακλήσεις (Βγάσματα – Μπάσματα) και τις Λιτανείες του Αγίου μας, μαζί με τους μακαριστούς πρωτοπρεσβύτερους Αθανάσιο Τσίτσα και Κωνσταντίνο Σουρβίνο.
Του πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννη Σκιαδόπουλου αιωνία η Μνήμη! 



Πρωτοπρεσβύτερος Αθανάσιος Τσίτσας (1929 – 2001)  

πηγή: Περιοδικό Απολύτρωση της ομώνυμης Χριστιανικής Αδελφότητος Κέρκυρας (τεύχη 460 - 461 & 462 – 463).

Ο μακαριστός π. Αθανάσιος γεννήθηκε το 1929 στο προάστιο Γαρίτσα της πόλης της Κέρκυρας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Χρήστου Τσίτσα και της Ρόζας Κρεμόνα. Και οι δύο γονείς του άνηκαν στη μέση  αστική κοινωνία της Κέρκυρας.
Οι ρίζες από τον πατέρα του ήταν από το μαρτυρικό  Λυκούρση της απέναντι Ηπείρου και της μάνας του από το μακρινό νησί της Μάλτας. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε, διότι πέθανε νέος. Μεγάλωσε κοντά στη μάνα του και τις δύο αδελφές της. Πολλά οφείλει στις τρεις αυτές γυναίκες και ειδικά στη μάνα του και τη θεία του Αυγούστα, που ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε μόρφωση της διέκρινε η ευγένεια και η καλλιέργεια της Κερκυραϊκής αστικής κοινωνίας.
Η καλλιέργειά του, η φυσική ευγένεια, το πηγαίο χιούμορ που συνάρπαζε ξεκινούσαν από τις καταβολές της αστικής του καταγωγής.
Το Καθολικό δόγμα της μητέρας του δεν στάθηκε εμπόδιο στην Ορθόδοξη πορεία του και στην κλίση του για την Ιεροσύνη.
Μαθήτευσε, από τα παιδικά του χρόνια, δίπλα σε αξιόλογους Κερκυραίους κληρικούς, όπως ο παπα-Γιώργης ο Σαββανής, ο παπα-Νικόλας Κουρτελέσης, ο παπα-Στέφανος Βούλγαρης. Οι δύο τελευταίοι, με ευρύτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες, μύησαν τον μικρό Νάσο στα μυστικά της τέχνης. Ήταν το ξεκίνημα μιας απέραντης γνώσης γύρω από την τέχνη και τα καλλιτεχνικά ρεύματα, παλιά και σύγχρονα.
Δίπλα τους, αλλά κυρίως δίπλα στο μακαριστό γέροντά του τον Μητροπολίτη Μεθόδιο, έγινε άριστος κάτοχος του τυπικού της Ορθόδοξης λατρείας. Η άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, η γνώση του τυπικού και η πηγαία ευσέβεια τον κατέστησαν μοναδικό Λειτουργό.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα, φοίτησε στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή.
Το 1952 παντρεύτηκε τη Σοφία Κοκονέτση και στις 23 Μαρτίου του ίδιου χρόνου, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, χειροτονήθηκε από το γέροντά του, Μητροπολίτη Μεθόδιο, στον Μητροπολιτικό Ναό Διάκονος και έλαβε το οφφίκιο του Αρχιδιακόνου. Υπηρέτησε ως Διάκονος στον Ιερό Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος μέχρι το Δεκέμβριο του 1959. Ανήμερα της εορτής του Αγίου, 12 Δεκεμβρίου του 1959, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και αμέσως έλαβε το οφφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου.
Τα Χριστούγεννα του 1959 στάλθηκε στο Μιλάνο προκειμένου να εξυπηρετήσει την εκεί Ελληνορθόδοξη κοινότητα. Έμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1962.
Τα χρόνια που το ζεύγος Τσίτσα έμεινε στο Μιλάνο τα αξιοποίησαν και οι δύο παρακολουθώντας μαθήματα παπυρολογίας στο εκεί Πανεπιστήμιο. Στα σημαντικά αυτά χρόνια για τον π. Αθανάσιο, του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει μια μεγάλη προσωπικότητα, ο διευθυντής της περίφημης Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης π. Γκαλμπιάτι. Ένας κληρικός και επιστήμονας γνώστης της Ανατολικής Λειτουργικής και Υμνολογίας.
Η αγάπη, μάλλον το πάθος, για την Κέρκυρα του στέρησε μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο και καθόρισε την περαιτέρω ζωή του.
Το 1962 επέστρεψε στην Κέρκυρα και ανέλαβε εφημέριος του Αγίου, στη θέση του τότε κοιμηθέντος π. Κωνσταντίνου Σκαφιδά. Στη θέση αυτή έμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Τα χρόνια που ήταν εφημέριος στον Άγιο έψαλλε την Κερκυραϊκή ψαλτική, την οποία γνώριζε άριστα, στις Ακολουθίες, στις Παρακλήσεις (Βγάσματα, Μπάσματα) και στις Λιτανείες του Αγίου, συνεπικουρούμενος από τους μακαριστούς Ιερείς παπα-Γιάννη Σκιαδόπουλο και παπα-Κώστα Σουρβίνο.
Η αγάπη του για την Κέρκυρα τον έκανε άοκνο αναδιφητή της Ιστορίας της. Πάνω από εβδομήντα εργασίες του είδαν το φως της δημοσιότητας. Καρποί του επίπονου ερευνητικού του έργου στα Αρχεία της Κέρκυρας, της Νάπολης και της Βενετίας καλύπτουν όχι μόνο την εκκλησιαστική και θρησκευτική ζωή στα τετρακόσια και πλέον χρόνια της Βενετικής κατοχής και τον 19ο αιώνα, αλλά και την θύραθεν Ιστορία του νησιού.
Συνέχισε έτσι την μακραίωνη παράδοση του Επτανησίου Ιστοριοδίφη και παράλληλα του Λογίου Κληρικού. Ο καθηγητής Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, γράφοντας για τον Αθανάσιο Τσίτσα, λέει χαρακτηριστικά: «…Έχουμε στο πρόσωπό του μια σπάνια περίπτωση κληρικού που αντιλαμβάνεται και θέτει σε πράξη τη λογιοσύνη του ως έρευνα και όχι ως ρητορεία. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι μόνο σπάνιο, αλλά και σωτήριο για τη λογιοσύνη της Εκκλησίας…».
Η παρουσία του στο χώρο της ιστορικής έρευνας και μελέτης αρχίζει το 1966, με τη δημοσίευση της εργασίας του «Αι επιγραφαί του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνα», πρωτότυπη εργασία που φωτίζει ένα μέρος της ιστορίας ενός σημαντικότατου για την πόλη μας Μνημείου. Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύει την εργασία του «ο Ιερός Σπυρίδων», για να ακολουθήσουν μια σειρά από άλλες εργασίες: «Υ. Θεοτόκος Κασσιωπίας» (1968), «η Εκκλησία της Κέρκυρας τα χρόνια της Λατινοκρατίας» που τιμήθηκε με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1969), «τα Βάγια», «ο Ιερός Νιπτήρας εις την Κέρκυρα κατά την Βενετοκρατία», «ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός στην Κέρκυρα», «Αφορισμοί στη Χώρα και τα μπόργα των Κορφών», «Ιωάννης Βούλγαρης, τρόφιμος και σπουδαίος του φλαγγινιανού μέγας Πρωτοπαπάς Κέρκυρας», «Χριστόδουλος Βούλγαρης, μέγας Πρωτοπαπάς Κέρκυρας», «το πρωτοπαπαδικό Αρχείο Κέρκυρας», «Γύρω από το Ναό και το Ιερό Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα», «η Τριμάρτυρος», «ο Ναός της Υ.Θ. Κεχαριτωμένης Κρεμαστής» και άλλες που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικές εκδόσεις και σε πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων που έλαβε μέρος.
Στη θύραθεν ιστορία ανήκουν οι εργασίες «Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα – Θεσμοί», «Γράμματα της Ισαβάλλας Θεοτόκη στον Παύλο Φίλη», «Λίβελλοι των Κερκυραίων αστών κατά την τελευταία φάση της διαμάχης τους με τους ευγενείς», «Η Ακαδημία των Assicuratti», «Η απαγωγή της Ραχήλ Vivante», «Μνήμη του 1717», «Σύμμικτα Κερκυραϊκά», «Το diario της πολιορκίας της Κέρκυρας από τους Ρωσοτούρκους 1798 – 99» και άλλες εργασίες που δημοσιεύτηκαν στο Δελτίο της Αναγνωστικής         Εταιρείας Κερκύρας ή από τις εκδόσεις διαφόρων ιστορικών περιοδικών.
Παρά την αστική του καταγωγή, αγάπησε εξίσου με την πόλη την εξοχή. Το μικρό σπίτι με το εκκλησάκι στον Πέλεκα, μέσα στο καταπράσινο τοπίο, έγινε τα τελευταία χρόνια της ζωής του το καταφύγιό του. Εκεί, ανάμεσα στα βιβλία του και την ομορφιά της φύσης, έβρισκε παρηγοριά και ξεχνούσε τον πόνο του για την Κέρκυρα που φεύγει ανεπιστρεπτί…
Κλείνουμε το σημείωμα αυτό με τα λόγια του καθηγητή Πασχάλη Κιτρομιλίδη «… Ο π. Αθανάσιος παρέμεινε κυρίως ένας Ορθόδοξος Κληρικός με σπάνια επίγνωση του Ιερατικού του Λειτουργήματος μέσα στην πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας. Η λογιοσύνη του και ο κοσμοπολιτισμός του ποτέ δε νόθευσαν την αυτοσυνείδησή του, ως φορέα της Ορθόδοξης πνευματικής παρακαταθήκης».




Πρωτοπρεσβύτερος  Γεώργιος  Μαξιμιλιανός

  του Πρωτοπρεσβύτερου Αθανασίου Κοκκινόπουλου  


   Ανάμεσα στη χωρία των μεγάλων ιερατικών μορφών, που λάμπρυναν την Εκκλησία του Χριστού και τίμησαν τον Ορθόδοξο Κλήρο της Κέρκυρας, περίοπτη θέση έχει επαξίως και ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μαξιμιλιανός. 
      Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το έτος 1913 από γονείς ευσεβείς, τον Πέτρο και την Ελένη. Η μακαρίτισσα μητέρα του Ελένη μεταφύτευσε εις αυτόν τα νάματα της αμωμήτου πίστεως της τροφού Εκκλησίας. Περιεβλήθη εκ νεότητός του το τιμημένο ράσο ως Αναγνώστης το έτος 1927 από τον Μητροπολίτη Κερκύρας και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. Τόση ήταν η αγάπη του προς το ιερατικόν περίβλημα ώστε δεν το αποχωρίστηκε ούτε και κατά την ώρα του μυστηρίου του γάμου του. Το έτος 1930 διορίσθη υπάλληλος εις τα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως. Ο π. Γεώργιος, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο Κερκύρας, στη συνέχεια φοίτησε στην Προπαρασκευαστική Ιερατική σχολή Κερκύρας απ’ όπου απεφοίτησε την 21ην Ιουλίου 1937 με βαθμό «λίαν καλώς».  

      Την  15η  Αυγούστου 1937  νυμφεύεται την  Μαρία  Πηγή εκ του χωρίου Άφρα Κερκύρας, ανιψιά του Γέροντός του μακαριστού Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Υ. Θ. Πλατυτέρας Αρχιμ. Ανανία Πηγή. Από το γάμο αυτό απέκτησαν τρεις κόρες την Ελένη, την Γεωργία και την Σοφία. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1937 στον αγαπημένο του Ναό των Αγίων Πάντων χειροτονείται Διάκονος από τον Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Αλέξανδρο όπου διορίζεται διάκονος εις αυτόν. Την 19η Νοεμβρίου 1938, αν και δεν ήθελε να αποχωριστεί τον αγαπημένο του Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων, έκανε υπακοή στην επιθυμία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Αλεξάνδρου και μετετέθη εις το Ιερό Προσκύνημα του Αγίου Θαυματουργού Σπυρίδωνος όπου και παραμένει μέχρι την 5η Απριλίου 1942, ημέρα που χειροτονείται Πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Αλέξανδρο και διορίζεται εφημέριος στον Ιστορικό Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων, όπου εφημέρευσε επάξια μέχρι το Νοέμβριο του 1972, όταν λόγοι υγείας τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί από τα διοικητικά εφημεριακά του καθήκοντα, παραμένων ως απλός λευίτης στον αγαπημένο του Ιερό Ναό. Αν και συνταξιούχος παρέμεινε στη Διοίκηση της Ιεράς Μητροπόλεως ως γραμματεύς έως το έτος 1986.  
    Ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Μεθόδιος για την ευδόκιμη και καρποφόρα υπηρεσία του στην Εκκλησία και στη Διοίκηση της Ιεράς Μητροπόλεως την 19η Ιουνίου 1965 στον εορτάζοντα Ιερό Ναό των Αγίων Πάντων του απένειμε το οφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου. 
      Χαρισματικός κληρικός ο π. Γεώργιος ετάχθη ολόψυχα στη διακονία του Χριστού και της Εκκλησίας Του, τόσο στο Ναό των Αγίων Πάντων -την αγαπημένη του Εκκλησία- όπως έλεγε αλλά και όπως τον ζήσαμε εμείς τα πνευματικά του παιδιά, όσο και από τα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως την οποία υπηρέτησε για 60 και πλέον έτη. 
    Την 24ην Μαρτίου 1991 ο Μητροπολίτης Κερκύρας Τιμόθεος, στα πλαίσια της εβδομάδος Ιερατικών κλίσεων σε ειδική τελετή, τίμησε τον π. Γεώργιο για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Εκκλησία και την κοινωνία της Κέρκυρας. 
     Ο π. Γεώργιος υπήρξε πράος, ευγενής, καλοσυνάτος, ανιδιοτελής συνετός και ακούραστος εργάτης του αμπελώνα του Κυρίου και ανάλωσε τον βίο του μέσα σε μια διαρκεί θυσία και προσφορά. Ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα μίμησης και θαυμασμού. Ουδέποτε αρνήθηκε την πνευματική και υλική του συνδρομή στους έχοντες ανάγκη. Πολλοί χριστιανοί βρήκαν ανάπαυση στο πετραχήλι του μέχρι και τα βαθιά του γεράματα και εξ’ αυτών μερικοί από τα πνευματικά του παιδιά είναι σήμερα κληρικοί και υπηρετούν την Εκκλησία έχοντας ως πρότυπό τους το μακαριστό Γέροντά τους.
      Ευτύχησα  και εγώ  να τον ζήσω  από  τα  παιδικά μου χρόνια όταν ο μακαριστός αγόγγυστα σήκωσε το φορτίο της πνευματικής μου καθοδήγησης και με αγάπη κατηύθυνε τα διαβήματα μου προς το ιερό θυσιαστήριο. Οι πατρικές του συμβουλές υποδείξεις, κατευθύνσεις και νουθεσίες αποτελούν πολύτιμο ωροδείκτη στην πορεία της ζωής μου. 

    Πρότυπο Λειτουργού, αγόγγυστος Καλός Σαμαρείτης στους αδυνάτους, ακριβής περί την πίστη και τη λατρεία της Εκκλησίας, καλοκάγαθος ποιμήν, ιλαρός στην όψη και περικοσμημένος με τα χαρίσματα της πραότητος, της καλοσύνης και της επιείκιας, αποτελούσε πρότυπον ιερέως, εμπνέων τον σεβασμό και την κατάνυξη.
      Αυτός με ενουθέτησε πατρικά, με εγαλούχησε πνευματικά και μου μετέδωσε τον φόβο Θεού και ενστάλαξε μέσα στην ψυχή μου τον πόθο για την ιερωσύνη. Κοντά του μαθήτευσα την ιεράν επιστήμη της καρδιάς, καθώς ο ίδιος φλεγόταν από τον ιερό πόθο για κάθε υψηλό και πνευματικό. Η πνευματική του καλλιέργεια τον προίκισε με σπάνια χαρίσματα, μεταξύ των οποίων και τα περισπούδαστα διοικητικά προσόντα του, τα οποία εξετιμήθησαν δεόντως από τους μακαριστούς Μητροπολίτες Αθηναγόρα, Αλέξανδρο, Μεθόδιο, Πολύκαρπο και Τιμόθεο, οι οποίοι στο πρόσωπό του διέκριναν τον πολύτιμο, τον απλοϊκό, τον ταπεινό και συνετό συνεργάτη που επίλυε τα προβλήματα και ανάπαυε τους ανθρώπους. 

    Εκτός από την πνευματική πατρότητα του οφείλω και την ανάδειξή μου σε συνεργάτη εν Κυρίω στο Μητροπολιτικό Γραφείο, στο οποίο ο Θεός μου επεφύλαξε να υπηρετήσω διδασκόμενος από το παράδειγμα του π. Γεωργίου, από διάφορες υπεύθυνες διοικητικές θέσεις διακονίας την Ιερά Μητρόπολή μας. 
      Ο πράγματι χαρισματικός αυτός κληρικός έφυγε για την θριαμβεύουσα εκκλησία το 1996 πλήρης ημερών με απλό, απέριττο και αθόρυβο τρόπο, όπως απέριττη και μεστή αγάπης υπήρξε ολόκληρη η ζωή του. 
   Τέτοια φωτεινά αναστήματα αν δεν σπανίζουν, πάντως αργούν να εμφανισθούν στο στερέωμα της Εκκλησίας. Ο παπά Γιώργης είχε θυσιαστικό πνεύμα και έζησε ΄΄εν οσιότητι΄΄, γι’ αυτό και η συνείδηση του λαού τον θεωρεί εκλεκτό του Θεού. 
     Εμείς  οφείλουμε  να τον θυμόμαστε,  να εμπνεόμαστε απ’ αυτόν και μαζί με τις προσευχές μας για τη σωτηρία της ψυχής του, να ζητούμε και εκείνου τις προσευχές υπέρ ημών προς ΄΄τον Άκρον Αρχιερέα΄΄, καθώς ευρίσκεται πλέον στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο και φέρων την ιερατική στολή, την οποία τόσο κόσμησε κατά την οσιακή βιωτή του, ιερουργεί ακαταπαύστως μετά των αγίων αγγέλων.
       Είθε ο Θεός να τον αναπαύει εν χώρα ζώντων και δικαίων, η μνήμη του να είναι αιωνία.



 

Μητροπολίτης Κερκύρας & Παξών Πολύκαρπος (1967 - 1984)


     Κάθε χρόνο,  στην εορτή  του Αγίου Πολυκάρπου,  στη σκέψη  μας έρχεται η μορφή του μακαριστού Μητροπολίτου μας κυρού Πολυκάρπου. Ενός ανθρώπου σεμνού, γλυκύτατου, αθόρυβου, ενός Ιεράρχη που υπήρξε πραγματικός φορέας Αγίου Πνεύματος!  
    Ο μακαριστός Πολύκαρπος, αν και μη Κερκυραίος, αγαπούσε και εκτιμούσε ιδιαίτερα την παραδοσιακή Κερκυραϊκή ψαλτική τέχνη. Μάλιστα, επί των ημερών του είχε καθιερώσει να ψάλλεται το Κερκυραϊκό "Φως Ιλαρόν" στους πανηγυρικούς Εσπερινούς του Αγίου μας. Ζητούσε δε από τους νέους κληρικούς να μάθουν και να συνεχίσουν την  όμορφη αυτή παράδοση. Για το σκοπό αυτό είχε αναθέσει στους μακαριστούς Ιερείς Αθανάσιο Τσίτσα και Κωνσταντίνο Σουρβίνο να διδάσκουν την Κερκυραϊκή ψαλτική στους νέους Ιερείς!   



      Βιογραφία


Ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος (κατά κόσμον Παναγιώτης Βαγενάς) γεννήθηκε στο Ξυλόκαστο Κορινθίας το 1924, από τους γονείς του Θεόδωρο και Ζαχαρούλα. Περάτωσε τις Γυμνασιακές του σπουδές στην Κόρινθο και το 1942 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1951 στρατεύεται ως βοηθητικός στο Ναύπλιο. Το 1951 παίρνει το πτυχίο της Νομικής Σχολής και εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1954 παίρνει το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής, ενώ τον ίδιο χρόνο κοιμήθηκε ο παρέας του. 
Στις αρχές του 1955 αρχίζει ιεραποστολική δράση στο Θέρμο Αγρινίου, όπου τοποθετείται ως Θεολόγος Καθηγητής. Αργότερα υπηρετεί σε Γυμνάσιο στο χωριό Κεραμιές της Κεφαλλονιάς. 
To 1953 επιστρέφει στην Αθήνα και ο Μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος τον καλεί και τον εισάγει στην Ιεροσύνη και στη διακονία στη Μητρόπολή του. Κατά την Κουρά του τον μετονομάζει σε Πολύκαρπο. Αργότερα του αναθέτει καθήκοντα Πρωτοσυγκέλου. Στις 3 Φεβρουαρίου ο Μητροπολίτης Λήμνου Διονύσιος μετατίθεται στα Τρίκαλα και μαζί του πηγαίνει και ο Πολύκαρπος ως Πρωτοσύγκελος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλο ποιμαντικό και κοινωνικό έργο. 
Το 1967 η Ιερά Σύνοδος τον εξέλεξε Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών στη θέση του παραιτηθέντος Μητροπολίτου Μεθοδίου Κοντοστάνου. 
Ο Μητροπολίτης Κερκύρας Πολύκαρπος διακρίθηκε κατά τα χρόνια της Αρχιερατείας του για την ταπείνωση και το ήθος του. Υπήρξε υπόδειγμα Επισκόπου και στο πετραχήλι του αρκετοί  Κερκυραίοι και μη βρήκαν τον Πνευματικό Πατέρα που πάντοτε, οποιαδήποτε στιγμή τον χρειάζονταν ήταν κοντά τους με την σωστή συμβουλή. 
Το 1982 μετά την απομάκρυνση του Μητροπολίτου Κεφαλληνίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος του ανάθεσε και την τοποτηρητεία της Μητροπόλεως Κεφαλληνίας, η οποία μαστιζόταν από σοβαρό εκκλησιαστικό πρόβλημα. Ο Μητροπολίτης Πολύκαπρος κατάφερε με την αγάπη του και την αφοσίωσή του να ενώσει τον λαό της Κεφαλληνίας και να ειρηνεύσει το ποίμνιο.  Εκεί υπηρέτησε από το τον Μάρτιο του 1982 μέχρι την 25 Μαρτίου 1984, όπου την Κυριακή 25 Μαρτίου 1984 κατά τη διάρκεια της λιτανείας της Ευαγγελίστριας στα Φαρακλάτα, υπέστη καρδιακό επεισόδιο και κοιμήθηκε, ενδεδυμένος της Αρχιερατική στολή. 
Η σορός του αοίδιμου  Ιεράρχη μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου κηδεύτηκε με κάθε τιμή στον Μητροπολιτικό Ναό της Κέρκυρας. Ο τάφος βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πλατυτέρας στην πόλη της Κέρκυρας. 
Συλλογή των κηρυγμάτων του μακαριστού Μητροπολίτου Πολυκάρπου έχει εκδώσει η Γυναικεία Κοινοβιακή Ιερά Μονή Παντοκράτορος του χωρίου Άγιος Αθανάσιος Κερκύρας. Η αδελφότητα που βρίσκεται σήμερα στη μονή είναι πνευματικός καρπός του μακαριστού Πολυκάρπου.

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ του μακαριστού Μητροπολίτου Κερκύρας & Παξών 
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ !!



Αρίστος Μοναστηριώτης  (1876 - 1949)


    Κερκυραίος συνθέτης, θεωρητικός, μελοποιός πολυφωνικής εκκλησιαστικής μουσικής,  λαμπρός πιανίστας και ζωγράφος.
Φοίτησε στο Ωδείο Κερκύρας παίρνοντας πτυχίο και συνέχισε σπουδές στην Ακαδημία Santa Cicillia της Ρώμης. Σπούδασε επίσης ζωγραφική στην Αθήνα.
Για 30 χρόνια ήταν καθηγητής Καλών Τεχνών στην Εμπορική Σχολή της Κέρκυρας, ενώ ταυτόχρονα δίδασκε και διηύθυνε το Ωδείο Κερκύρας. Το 1901 αναδιοργάνωσε την "Σχολή Ωδικής Ποταμού" και συγκρότησε την Χορωδία της.
Έγραψε πάρα πολλά χορωδιακά και κυρίως εκκλησιαστικά έργα. Φανατικός υπέρμαχος της επτανησιακής πολυφωνικής μουσικής, υπεστήριζε ότι η εκκλησιαστική μουσική που ψαλλόταν πολυφωνικά στην Κέρκυρα ήταν αυτή-καθαυτή η βυζαντινή μουσική που ψαλλόταν στην Κωνσταντινούπολη προ της Άλωσης και ότι η φερόμενη ως "ορθόδοξη" βυζαντινή μουσική της υπόλοιπης Ελλάδος ήταν ψευδεπίγραφη, γιατί είχε υποστεί τις ανατολίτικες προσμίξεις της Τουρκοκρατίας.
Υπακούοντας στην επιθυμία του Μητροπολίτη Κέρκυρας (μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη) Αθηναγόρα, αναθεώρησε και εναρμόνισε την παραδοσιακή κερκυραϊκή εκκλησιαστική μουσική, εγκαθιστώντας αρμόνιο στους ναούς της Κέρκυρας, εισπράττοντας σφοδρή αντίδραση άλλων ορθόδοξων Επισκόπων της χώρας. Το αρμόνιο έπαιζε συνθέσεις των Μαντζάρου, Λαμπελέτ, Σακελλαρίδη, Πολυκράτη και του ίδιου του Μοναστηριώτη, ο οποίος ήταν ο οργανίστας του, ενώ δίδασκε και διηύθυνε τη χορωδία. 
     Βασιζόμενος πάνω στις μελωδικές γραμμές της παραδοσιακής κερκυραϊκής ψαλτικής τέχνης, συνέθεσε δύο Λειτουργίες, την Ακολουθία των Χαιρετισμών στην Υ. Θεοτόκο, την Ακολουθία του Μεγάλου Εσπερινού του Αγίου Σπυρίδωνος, τη Νεκρώσιμη Ακολουθία, μια Δοξολογία, καθώς και σειρά μεμονομένων εκκλησιαστικών ύμνων.
    Μετά τη σύσταση του κράτους του Ισραήλ, έκανε την ίδια εργασία και για την ισραηλιτική εκκλησιαστική μουσική.
   Τέλος, έγραψε και διασκεύασε χορωδιακά τραγούδια, που ακόμα βρίσκονται στα χείλη των παλιών Κερκυραίων ("Ζεφυράκι", "Η Κέρκυρα", "Η αγράμπελη", "Ρούγα", "Στην Ένωση της Επτανήσου", κ.λπ.).

Ο Αρίστος Μοναστηριώτης εν μέσω χορωδών. Πιθανόν πρόκειται για την εκκλησιαστική χορωδία Μπόργου Ποταμού, την οποία διηύθυνε επί σειρά ετών. 
(Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του αγαπητού φίλου Αντώνη Σουέρεφ).
 
Πηγή:http://www.musipedia.gr/wiki/%CE%9C%CE%BF%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%93._%CE%91%CF%81%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82




Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σπίνουλας


  Παρακάτω  παραθέτουμε την ομιλία, που έκανε ο μακαριστός πρωτοπρεσβύτερος παπα-Κώστας Σουρβίνος, για το μακαριστό πρωτοπρεσβύτερο παπα-Γιώργη Σπίνουλα, προκάτοχό του στον Ι.Ν. Αγίου Βασιλείου Κέρκυρας.
     Η ομιλία έγινε σε εκδήλωση της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (Παράρτημα Κέρκυρας), την Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009 στο Πνευματικό κέντρο της Ι.Μ. Κερκύρας, Παξών & Διαποντίων Νήσων.
   Ο μακαριστός παπα-Γιώργης ήταν άριστος γνώστης της Κερκυραϊκής μας ψαλτικής και επί χρόνια έψαλλε τα Κερκυραϊκά στις Ακολουθίες του Αγίου μας,   είχε δε συγγράψει μια σειρά Μεγαλυναρίων προς τον Άγιό μας!
   Παραθέτουμε   το  αρχικό  κείμενο της  ομιλίας,  σε μορφή φωτογραφίας, που περιέχει και τις ιδιόχειρες χειρόγραφες διορθώσεις του μακαριστού παπα-Κώστα!







 

Πρωτοπρεσβύτερος Ευστάθιος Παγιατάκης (1887 - 1975)

πηγή: Περιοδικό Απολύτρωση της ομώνυμης Χριστιανικής  Αδελφότητος Κέρκυρας (τεύχος 504 -505).
 (Το κείμενο δεν υπογράφεται αλλά από το ύφος γραφής του γράφοντος συμπεραίνουμε  ότι μάλλον πρόκειται για κείμενο του μακαριστού παπα-Κώστα Σουρβίνου) 


Οι πιο παλαιοί Κερκυραίοι θυμόμαστε, με πολύ σεβασμό στο στασίδι του Αγίου Σπυρίδωνος, έναν Ιερέα σοβαρό, μετρημένο, μειλίχιο που κάθε βράδυ έψαλλε στο ψαλτήρι  της Εκκλησίας, με τη γνήσια και παραδοσιακή φωνή του, την Κερκυραϊκή ψαλτική. Η μουσική αυτή, η ντόπια όπως την λέμε, είναι γέννημα της Κερκυραϊκής καλλιτεχνικής ψυχής και εκφράζει με το πιο γλυκό και ωραίο τρόπο τα συναισθήματα του προσευχομένου Κερκυραίου. Αυτή τη μουσική την κατείχε άριστα και την απέδιδε ο παπα-Στάθης και πολλοί Κερκυραίοι καθόμασταν με θαυμασμό και την απολαμβάναμε, που με τον παπα-Νικόλα, τον Κουρτελέση ο οποίος κοσμούσε κι αυτός το ψαλτήρι, έψαλλαν πάρα πολύ ωραία.
Ο παπα-Στάθης ήταν ο γνωστός παπάς του Κοιμητηρίου που λίγο πολύ όλοι μας γνωρίζαμε.
Ο παπα-Στάθης, που καταγόταν από το χωριό Πάγοι και γεννήθηκε το 1887, από μικρό παιδί αγαπούσε την Εκκλησία και όταν άρχισε να συνειδητοποιεί τα πράγματα, είχε έρωτα πραγματικό για την Ιεροσύνη. Μεγάλωσε δίπλα στο στασίδι, κοντά στον ψάλτη του χωριού του, από τον οποίο έμαθε και την ντόπια Κερκυραϊκή  ψαλτική.
Κοντά στον Ιερέα, μέσα στο Ιερό που σαν γραμματικούδι υπηρετούσε, προσπαθούσε να καταλάβει με το παιδικό μυαλό του τα επουράνια πράγματα. Κοίταζε, ρωτούσε, μάθαινε όσο μπορούσε πιο πολλά κι ο πόθος του για την Ιεροσύνη μεγάλωνε.
Και ο πόθος αυτός, η λαχτάρα του έγινε αργότερα πραγματικότητα, διότι σε ηλικία 28 ετών ο Θεός τον καλεί στο Άγιό Του Θυσιαστήριο.
Τον αξιώνει να πάρει, απ’ τα χέρια του μακαριστού Μητροπολίτη Κερκύρας Σεβαστιανού Νικοκάβουρα, τον πρώτο βαθμό της Ιεροσύνης, χειροτονείται Διάκονος και εισέρχεται πλέον στον τόπο που λαχταρούσε χρόνια, εις τα Άγια των Αγίων ως κληρικός, για να απολαύσει εκεί την Ουράνια ομορφιά της Αγίας Αναφοράς.
Μετά από δύο χρόνια, χειροτονείται Πρεσβύτερος στο Ναό του Αγίου Ελευθερίου, από τον Μητροπολίτη Κερκύρας (μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη) Αθηναγόρα και τοποθετείται  εφημέριος στο Ναό Αγίας Τριάδος Κοντοκαλίου όπου, με ζήλο και πολλή αγάπη, υπηρετεί τους Χριστιανούς που ο Θεός του ενεπιστεύθη.
Ο Μητροπολίτης, εκτιμώντας την ιεροπρέπεια, την σεμνότητα και το ήθος του, τον μεταθέτει στο Δημοτικό Κοιμητήριο της Κέρκυρας το έτος 1925, όπου με πραγματικό ζήλο, παραδειγματική αφιλοχρηματία υπηρέτησε μέχρι τέλους της ιερατικής του ζωής την κερκυραϊκή κοινωνία σ’ αυτή τη δύσκολη και τραγική θέση που βρισκόταν, στο μυστήριο του θανάτου.
Πάντα ακούραστος έτρεχε όπου τον φώναζαν, παρηγορούσε, προσευχόταν, ελεούσε και με χίλιους δύο τρόπους βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη από τη βοήθειά του, από τον λόγο του και την συμβουλή του.
Ποιος ξέρει πόσοι και πόσοι Χριστιανοί βρήκαν λύση στα προβλήματά τους, ανακουφίστηκαν και λυτρώθηκαν κάτω απ’ το Πετραχήλι του!
Το έτος 1935 ο τότε Μητροπολίτης Κερκύρας, ο αείμνηστος Αλέξανδρος, εκτιμώντας το ιερατικό του ήθος, τα εν γένει προσόντα του και την γνώση του στην Κερκυραϊκή ψαλτική, τον διόρισε τακτικό Ιεροψάλτη στον Άγιο Σπυρίδωνα, όπου έψαλλε συνήθως στους Εσπερινούς, στις Προηγιασμένες και όταν δεν είχε Λειτουργία στο Κοιμητήριο.
Επίσης στις Λιτανείες του Αγίου μας ο παπα-Στάθης μαζί με τους άλλους Ιερείς της πόλεως, τον παπα-Σπίνουλα, τον παπα-Κουρτελέση, τον παπα-Σαββανή, που γνώριζαν τα Κερκυραϊκά, έψαλλε όταν έβγαινε ο Άγιος στο δρόμο στη διάρκεια της Λιτανείας και στα Μπάσματα του Αγίου μας.
Χάρη και στην προσφορά του παπα-Στάθη διατηρήθηκε, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, η Κερκυραϊκή ψαλτική στις Λιτανείες του Αγίου μας.
Ο παπα-Στάθης ήταν τακτικότατος στις υποχρεώσεις του σ’ αυτό το λειτούργημα, είχε συναίσθηση του υψηλού αξιώματος που του ανέθεσε η Εκκλησία και προσπαθούσε πάντοτε να αποδίδει τους εκκλησιαστικούς ύμνους όσο πιο καλά μπορούσε.
Κανείς από τους ανθρώπους που θυμούνται τον παπα-Στάθη και έζησαν κοντά του δεν τον θυμούνται νευριασμένο. Υπήρξε το κλασσικό παράδειγμα της ηρεμίας και της νηφαλιότητας, πάντοτε γελαστός με τον καλό λόγο στο στόμα.
Στους Βαλκανικούς πολέμους (1912 – 13) ο παπα-Στάθης ήταν παρών και πολέμησε ηρωικά στη μάχη των Γιαννιτσών, όπου τραυματίστηκε και έφερε αυτό το τραύμα ως το μεγαλύτερο παράσημο της πατρίδας, μέχρι τέλους της ζωής του.
Στην περίοδο της κατοχής ο καλοσυνάτος παπα-Στάθης φυγάδεψε πολλούς στρατιώτες Ιταλούς, που κρύβονταν μέσα στο Νεκροταφείο, για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί κι έτσι τους έσωσε τη ζωή.
Ο παπα-Στάθης υπήρξε ένας γνήσιος Κερκυραίος κληρικός, ιεροπρεπής, σοβαρός, γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, έτοιμος να βοηθήσει και να συμπαρασταθεί στον καθένα. Ο Θεός, που τόσο αγάπησε στη ζωή του, θέλησε την ημέρα της ονομαστικής του εορτής, του Αγίου Ευσταθίου, να τον μεταθέσει, για τελευταία φορά, σε ηλικία 87 ετών το έτος 1975 από τη γη στον Ουρανό, για να τον αναπαύσει από τους κόπους του, για να βρει εκεί όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα και να ζει ευτυχισμένος κοντά στο Θεό του, που τόσο αγάπησε.
Εμείς που σε γνωρίσαμε και σε εκτιμήσαμε παπα-Στάθη Παγιατάκη δεν σε ξεχνάμε και παρακαλούμε για την ανάπαυση της γεμάτης καλοσύνη ψυχής Σου.
Αμήν.





Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Σκαφιδάς (1892 - 1961)

πηγή: Περιοδικό Απολύτρωση της ομώνυμης Χριστιανικής Αδελφότητος Κέρκυρας (τεύχος 468 – 469). 


Μεταξύ των ιερατικών μορφών, που κατά καιρούς ιεράτευσαν στην Κέρκυρα, ξεχωρίζει και η μορφή του αείμνηστου και μακαριστού Κωνσταντίνου Σκαφιδά.
Γεννήθηκε το 1892 στο χωριό Βαρυπατάδες Κέρκυρας. Υπήρξε γόνος ιερατικής οικογένειας. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν ιερέας του χωριού του. Ήταν το δωδέκατο παιδί και ο Βενιαμίν της οικογένειας. Το περιβάλλον εντός του οποίου έζησε ήταν αυστηρά θρησκευτικό. Από τη μικρή του ηλικία βοηθούσε πάντοτε τον γέροντα ιερέα πατέρα του στα ιερατικά του καθήκοντα ως ψάλτης και νεωκόρος.
Το περιβάλλον εντός του οποίου έζησε του ενέπνευσε την αγάπη του προς το Θεό και τον σεβασμό προς την Εκκλησία.
Ήταν θαυμάσιος ψάλτης και γνώστης της Κερκυραϊκής Εκκλησιαστικής μουσικής.
Στην ανατροφή του μεγάλη ήταν και η συμβολή της μητέρας του Ελένης, το γένος Αρβανιτάκη, ευσεβέστατης συζύγου και πρεσβυτέρας.
Στο οικογενειακό του περιβάλλον υπήρχαν και αδελφοί με επιστημονική μόρφωση και κατάρτιση, όπως εκπαιδευτικοί και ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι.
Τελείωσε το Σχολαρχείο Καστελλάνων Μέσης διακρινόμενος για την εργατικότητα και φιλομάθειά του.
Υπηρέτησε εις το Ναυτικό και με τη λήξη της θητείας του, επανερχόμενος στο χωριό του, ασχολήθηκε με την αγροτική ζωή και την ψαλτική κοντά στον γέροντα ιερέα πατέρα του.
Είχε μεγάλη αγάπη προς την Ιεροσύνη, αλλά τα οικονομικά του μέσα δεν του επέτρεπαν να σπουδάσει στην ακμάζουσα τότε Ιερατική Σχολή της Κέρκυρας.
Ο Θεός όμως, που γνωρίζει τις επιθυμίες των ανθρώπων, έκανε την επέμβασή Του.
Σε εορτή Εκκλησίας του χωριού του παρεβρέθηκε ο τότε Μητροπολίτης Κερκύρας και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αείμνηστος Αθηναγόρας. Ο Κωνσταντίνος ήταν ο ψάλτης της Εκκλησίας. Ακούγοντάς τον ο Αθηναγόρας και βλέποντας την ευλάβειά του ζήτησε πληροφορίες από κατοίκους του χωριού για το άτομό του, καθώς και για την αγάπη του προς την Ιεροσύνη.
Μετά από ημέρες ο Κωνσταντίνος πήρε επιστολή, από τον Μητροπολίτη, να περάσει από την Μητρόπολη.
Μεγάλη ήταν η έκπληξή του όταν ο Μητροπολίτης του ανακοίνωσε ότι τον ενέγραψε στην Ιερατική Σχολή ότι να ετοιμαστεί για τη χειροτονία του ως Διακόνου. Νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Σκιαδοπούλου, μονάκριβη κόρη ευσεβεστάτων γονέων.
Από τον γάμο τους απέκτησε έξι τέκνα, τα δύο των οποίων απέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία.
Με την αποφοίτησή του από την Ιερατική Σχολή Κέρκυρας εδέχθη τη χειροτονία του Πρεσβυτέρου (τελευταία χειροτονία του αειμνήστου Αθηναγόρα στην Κέρκυρα) και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου (Παναγίας των Ξένων), όπου ιεράτευσε περί τα τρία έτη.
Μετά την παραίτηση του Ιερέα του Αγίου Σπυρίδωνος, αειμνήστου Κ. Μουμούρη, ο τότε Κτήτορας Ιερέας Στέφανος Βούλγαρης εκάλεσε τον Κωνσταντίνο ως βοηθό του και συνεφημέριό του στο Ναό του Αγίου Σπυρίδωνος.
Στον Άγιο Σπυρίδωνα ο Κωνσταντίνος ιεράτευσε τριάκοντα ένα έτη, μέχρι την 18η Οκτωβρίου 1961, ημέρα που ο Κύριος τον έκανε λειτουργό Του στο επουράνιό Του Θυσιαστήριο.
Σε όλη του τη ζωή, σαν κληρικός, αναδείχθηκε άξιος της αποστολής του, με ήθος, ευγένεια, ταπείνωση και αγάπη προς όλους.
Το κοινωνικό και φιλανθρωπικό του έργο είναι γνωστό σ’ ολόκληρη την Κέρκυρα. Ό,τι έκανε το έκανε μυστικά, με αγάπη και σεβασμό προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Υπήρξε άριστος Πνευματικός. Σαν Εξομολόγος διέθετε πλούσια γνωστικά και πνευματικά εφόδια, που έκαναν τους πιστούς να τον αναζητούν ως Εξομολόγο.
Είχε μεγάλη επαφή με νέους ανθρώπους, που ζητούσαν τις πνευματικές του συμβουλές, πολλοί των οποίων έγιναν αξιόλογοι κληρικοί και θαυμάσιοι επιστήμονες.
Ήταν λαμπρός οικογενειάρχης και πατέρας. Την προς τον Θεόν και την Εκκλησία αγάπη του την κληροδότησε και στα παιδιά του, που διακρίθηκαν στην κοινωνία σαν πνευματικοί και θρησκευτικοί άνθρωποι, άξιοι συνεχιστές της ζωής και του έργου του.




Πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Κουρτελέσης

πηγή: Περιοδικό Απολύτρωση της ομώνυμης Χριστιανικής Αδελφότητος Κέρκυρας (τεύχος 472 – 473).

του Θεολόγου κ. Γεράσιμου Μανιάκη

   
      Ο   αείμνηστος  Ιερέας  του  Υψίστου και ζηλωτής Λευΐτης Νικόλαος Κουρτελέσης γεννήθηκε το 1890 στους Δουκάδες. Γέννημα και θρέμμα ενός ωραίου φυσικού περιβάλλοντος, αγάπησε τη φύση σ’ όλη του τη ζωή.
Από τα παιδικά του χρόνια ένοιωσε τα σκιρτήματα της ευλαβούς προς το Θεό ψυχής του. Μεγάλωσε και ανδρώθηκε κάτω από τη σκέπη του Θεού, και της Αγίας Του Εκκλησίας, αφού σύνθημα και οδηγός της ζωής του ήταν ο λόγος του ευσεβούς ψαλμωδού: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των δυνάμεων, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου» (Ψαλμ. ΠΓ΄2-3).
Με την πάροδο του χρόνου αναδείχθηκε πνευματικό και θρησκευτικό ανάστημα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κερκύρας Σεβαστιανού Νικοκάβουρα.
Τα χαρίσματα της πλούσιας εσωτερικής θρησκευτικής του ζωής, άρχισαν να αποδίδουν πλούσιους πνευματικούς καρπούς, όταν αναδείχθηκε άξιος Διάκονος και Πρεσβύτερος της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας. Πάντοτε ομολογούσε την αγάπη του, τη λατρεία του, την αφοσίωση της ψυχής του προς τον Αρχηγόν την πίστεως και τελειωτήν Ιησούν, γιατί τον αξίωσε να λάβει τους δύο βαθμούς της Ιεροσύνης.
Στις ενορίες που υπηρέτησε κατά τα χρόνια της ιερατείας του, στο Μαντούκι στην αρχή και αργότερα στην πόλη της Κέρκυρας, άφησε εποχή και ιερές αναμνήσεις. Το έργο του ήταν περισσότερο εμφανές στην ενορία του Αγίου Αντωνίου.
Εκτός των ιερατικών του καθηκόντων, τα οποία επιτελούσε με φόβο Θεού και ζέουσα την πίστη του προς τον Αρχιποίμενα Χριστόν, αναδείχθηκε λαμπρός κοινωνικός εργάτης.
Φρόντιζε με πολλή στοργή τα προβλήματα των ενοριτών του και περισσότερο των απόρων οικογενειών. Πρόσφερε σε αυτές απλόχερα τα μύρα της καλοσύνης του και της πολλής αγάπης του και μάλιστα στα δίσεκτα χρόνια του πολέμου και της κατοχής.
Το ποιμαντικό έργο του παπα-Νικόλα ήταν πολυσχιδές, γιατί ενδιαφερόταν για τους ευλογημένους ενορίτες του. Ήταν συμπαραστάτης και βοηθός στα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν (οικογενειακά, οικονομικά, προσωπικά). Παρηγορητής στις θλίψεις και στις δοκιμασίες τους με το θάνατο μάλιστα προσφιλών προσώπων. Ήταν πολύ φυσικό να προσελκύει την αμέριστη αγάπη των ευσεβών Χριστιανών ενοριτών του, την οποία ζήσαμε σε πολλές περιπτώσεις τα πνευματικά παιδιά του.
Άριστος γνώστης της Κερκυραϊκής Εκκλησιαστικής μουσικής, τίμησε επί σειρά ετών το δεξιό αναλόγιο του Ιερού Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος. Έδινε από τη θέση αυτή τη δική του μαρτυρία.
Ήταν κάτοχος μεγάλης και σημαντικής, ως προς το περιεχόμενο των βιβλίων της, βιβλιοθήκης, προσιτής μάλιστα στους νέους επιστήμονες και στη μαθητιώσα νεολαία.
Πλέον των ανωτέρω, συγκέντρωνε και πολλές φορές φιλοξενούσε στο κελί του Αγίου Αντωνίου νέους ανθρώπους, τους οποίους ποικιλοτρόπως ευεργετούσε. Εκτός της κατήχησής τους με τα ζείδωρα νάματα του Ευαγγελίου, τους μάθαινε και διάφορες τέχνες, όπως τη βιβλιοδεσία, την κατασκευή κορνιζών, λιβάνων και κεριών.
Τους δίδασκε ακόμη την τέχνη της Αγιογραφίας, σε όσους είχαν κλίση και επίδοση. Τους εξασφάλιζε επίσης και εργασία, για να αποκτήσουν το συναίσθημα της δημιουργίας. Σ’ όλους, που είχε κάτω από τη σκέπη και τη φροντίδα του, ενέπνεε εργατικότητα και το σπουδαιότερο τη διάθεση για δημιουργία και προσφορά.
Στρατιά νέων πέρασαν το κατώφλι του Αγίου Αντωνίου. Ακούραστος για όλους και για τον καθένα χωριστά ο παπα-Νικόλας, ο Δέσποτας όπως τον αποκαλούσαμε. Όλοι ευεργετήθηκαν και όλοι έτρεφαν και τρέφουν συναισθήματα ευγνωμοσύνης για το σεβαστό Λευΐτη.
Όταν έβλεπε ο παλιός πρεσβύτερος το έργο του να παρουσιάζει καρπούς χαιρόταν η ψυχή του και δόξαζε το Θεό. Το ευλογημένο και πνευματικό ιερατικό έργο του παπα-Νικόλα, το πλούσιο έργο της αγάπης και της φιλανθρωπίας του υπέρ των μελών της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας και της Ελληνικής Πατρίδας είναι εκείνα που ακολούθησαν «μετ’ αυτού», κατά το λόγο του Ιερού Ευαγγελιστή Ιωάννη (Αποκ. ΙΔ΄, στ.13).
Αυτά του έδωκαν την παρουσία και την παρρησία στο θρόνο του Δικαιοκρίτου και Φιλανθρώπου Κυρίου και Θεού μας. Και «την ανάπαυσιν εκ των κόπων αυτού».
Εύχομαι και προσεύχομαι εκ μέσης αγαπώσης καρδίας ΤΟΥ ΠΡΩΘΙΕΡΕΩΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΡΤΕΛΕΣΗ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ, και από τον Θεόν και από τους ανθρώπους! 



Ιεροψάλτης Θεόδωρος Μωραΐτης 


    Ο  αείμνηστος  Ιεροψάλτης Θεόδωρος  Μωραΐτης γεννήθηκε στο προάστιο Γαρίτσα και έμαθε  την Κερκυραϊκή και τη Βυζαντινή ψαλτική  από το μακαριστό εφημέριο του Ιερού Ναού Υ.Θ. Βλαχέραινας  Γαρίτσας π. Σταμάτιο Κρητικό.  Για  40  περίπου χρόνια ήταν ψάλτης στον Ι.Ν. Αγίων Πάντων πόλεως. Ήταν δικαστικός υπάλληλος και πέθανε σε ηλικία 65 ετών.
  Tο έτος 1956, ο επί δεκαετίες πρωτοψάλτης του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών και καθηγητής Βυζαντινής μουσικής, αείμνηστος Σπυρίδων Περιστέρης επισκέφτηκε την Κέρκυρα, στα πλαίσια λαογραφικής αποστολής, και κατέγραψε τον Θεόδωρο Μωραΐτη να ψάλλει μερικούς ύμνους στην Κερκυραϊκή ψαλτική. Οι πολύτιμες αυτές ηχογραφήσεις βρίσκονται στο Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. (Τη συγκεκριμένη πληροφορία μας δίνει ο αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Μουσικών σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου κ. Ευστάθιος Μακρής).



Ιεροψάλτης Σπυρίδων Ραψομανίκης 


  Ο αείμνηστος Ιεροψάλτης Σπυρίδων Ραψομανίκης γεννήθηκε το 1913 στην Κέρκυρα. Ως νέος υπηρέτησε στον Ιερό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος Σαρόκου.
    Υπηρέτησε    τη  στρατιωτική    του    θητεία   στο Αλβανικό μέτωπο και όταν επέστρεψε στην Κέρκυρα παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα Κοντογούρη, με την οποία απέκτησε οκτώ παιδιά.
     Από  την  ηλικία  των 25 ετών  υπηρέτησε ως Ιεροψάλτης και νεοκόρος στον Ιερό Ναό του Αγίου Θαυματουργού Σπυρίδωνος και στον Ιερό Ναό Αγίου Ελευθερίου, δίπλα στο μακαριστό πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Σαββανή. Ήταν άριστος γνώστης της παραδοσιακής  Κερκυραϊκής ψαλτικής αλλά και της Βυζαντινής μουσικής.
Ο αείμνηστος Ιεροψάλτης Σπυρίδων Ραψομανίκης μαζί με τον, τότε Διάκονο, μακαριστό παπα-Κώστα Σουρβίνο στο Ναό του Αγίου μας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου